Κυριακή

Μια των ματιών σου αλμυρή σταγόνα που κυλάει
σαν μιας λαμπάδας φως στερνό που τρεμοπαίζει αργά
που μου φωτίζει τη στιγμή που τράβηξες μακριά μου
όπως πετάν του φθινοπώρου φύλλα στο βοριά.

Σαν έρθει η ώρα γράψε μου δυο λόγια να φυλάξω
όπως φυλάν οι ποιητές της μούσας τη μορφή
όπως φυλάει το στήθος μου τους χτύπους της καρδιάς μου
κι όπως φυλάει ο βουτηχτής την τελευταία πνοή.

Άργησε να 'ρθει το πρωί και μόνος περιμένω
του Αυγερινού το κάλεσμα την πρωινή δροσιά
είναι κι αυτή η Κυριακή που πάντα αργοπεθαίνω
είναι κι αυτός ο πηγαιμός που πάντα καρτερώ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο πρώτος στίχος είναι απο τουσ πιο ωραίοθς που εχουν γραφτει ποτε.